- μάλαγα
- (Malaga). Πόλη (531.565 κάτ. το 2000) της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (7.306 τ. χλμ., 1.287.017 κάτ. το 2001), στην αυτόνομη περιοχή της Ανδαλουσίας. Χτισμένη στις ακτές της Μεσογείου, διαρρέεται από Β προς Ν από τον ποταμό Γκουανταλμεντίνα που χωρίζει την παλιά πόλη στα Α από τη σύγχρονη στα Δ. Η οικονομία της πόλης στηρίζεται στην κίνηση του λιμανιού της, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά ισπανικά λιμάνια της Μεσογείου, σε έναν εξαιρετικά ακμαίο τουρισμό και σε μερικές βιομηχανίες τροφίμων (εργοστάσια ζάχαρης, οινοποιίας, κονσερβοποιίας), μηχανουργίας (ναυπηγεία), μεταλλουργίας και σιδηρουργίας που επεξεργάζονται τα κοιτάσματα μολύβδου και σιδήρου του υπεδάφους της.
Η Μ. διατηρεί μνημεία του παρελθόντος της, όπως ο καθεδρικός ναός αναγεννησιακού ρυθμού, η Αλκαθάμπα, αρχαίο –ίσως ρωμαϊκό– φρούριο που ανοικοδόμησαν οι Άραβες τον 9o αι., και η ακρόπολη Χιμπραλφάρο (ή Χεμπελφάρο), συγκρότημα από επιβλητικά οχυρωματικά έργα, πιθανώς φοινικικά, που ανοικοδομήθηκε τον 13o αι. και συνδέθηκε με τείχη με την Αλκαθάμπα.
Ιστορία. Η πόλη πιθανώς ιδρύθηκε από Φοίνικες και αργότερα πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία της Καρχηδόνας και της Ρώμης. Κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού και έδρα επισκόπου, κατακτήθηκε το 711 μ.Χ. από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι τη μετέτρεψαν σε κύρια διέξοδο προς τη θάλασσα για την πόλη της Γρενάδα· το 1487 την ανακατέλαβαν οι καθολικοί βασιλιάδες και από τότε άρχισε η παρακμή της, που ουσιαστικά κράτησε έως τον 19o αι.
Άποψη του λιμανιού της Μάλαγα, ενός τα μεγαλύτερα λιμενικά και τουριστικά κέντρα της Ισπανίας.
* * *η(τροφ. τεχνολ.) γλυκό, συνήθως κόκκινο, αρωματικό κρασί που παράγεται στην ομώνυμη παραθαλάσσια νότια επαρχία τής Ισπανίας.
Dictionary of Greek. 2013.